αστραποβόλημα

αστραποβόλημα
το [αστραποβολώ]
1. η εκπομπή αστραπών
2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αστραποβόλημα — το, ατος το να βγαίνουν από κάπου αστραπές: Μου είχε κάνει εντύπωση το αστραποβόλημα των ματιών των περισσότερων παιδιών της τάξης εκείνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”